- κατατείνει
- κατατείνωstretchaor subj act 3rd sg (epic)κατατείνωstretchpres ind mp 2nd sgκατατείνωstretchpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοιοστασία — Ονομασία που έδωσε ο Κάνον στους μηχανισμούς εκείνους οι οποίοι ελέγχουν, συγκρατώντας τις μέσα στα φυσιολογικά όρια, τις διάφορες φυσιολογικές σταθερές του ανθρώπινου οργανισμού (θερμοκρασία, σύσταση του αίματος, νευροφυτικός τόνος, αρτηριακή… … Dictionary of Greek
οπ(π)ορτουνισμός — ο 1. (κοινων.) στάση ενός ατόμου ή οργανωμένου συνόλου τού οποίου η συμπεριφορά δεν καθορίζεται από θεμελιώδεις αρχές και αξίες αλλά προσαρμόζεται στις περιστάσεις τής στιγμής και ρυθμίζεται από αυτές, με στόχο την ικανοποίηση ιδιοτελών… … Dictionary of Greek
πειρατήριος — και ιων. τ. πειρητήριος, ον, Α 1. ο δοκιμαστικός, αυτός με τον οποίο δοκιμάζει κάποιος κάτι 2. (κατά άλλη ερμ.) αυτός που κατατείνει προς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πειρῶ / ῶμαι + επίθημα τήριος (πρβλ. θηρα τήριος)] … Dictionary of Greek
ποδεών — ῶνος, ο, ΝΑ και δωρ. τ. ποδάων, Α καθεμιά από τις κάτω γωνίες τετράγωνου ιστίου («καὶ ταῑς χερσὶ τοὺς ποδεῶνας κατέχοντες», Λουκιαν.) αρχ. 1. το άκρο τής δοράς, τού δέρματος από πόδι ζώου («ὑπὲρ νώτοιο καὶ αὐχένος ᾐωρεῑτο ἄκρων δέρμα λέοντος… … Dictionary of Greek
ψηφοφορία — η, ΝΑ, και δωρ. τ. ψαφοφορία και ψηφηφορία Α [ψηφοφόρος] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψηφοφορώ, το να ψηφίζει κάποιος (α. «μετά το τέλος τής ψηφοφορίας άρχισε η καταμέτρηση τών ψήφων» β. «τὰς δὲ κρίσεις ἐν τοῑς δικαστηρίοις οὐ διὰ ψηφοφορίας… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek